αντιβοηθώ

αντιβοηθώ
(ε) μετ. помогать в свою очередь; отвечать помощью

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αντιβοηθώ" в других словарях:

  • αντιβοηθώ — ( άω) (Α ἀντιβοηθῶ, έω) νεοελλ. βοηθώ κάποιον που σηκώνει βάρος αρχ. ανταποδίδω βοήθεια …   Dictionary of Greek

  • αντι- — (AM ἀντι ) (< πρόθ. αντί). Κατά τη σύνθεση, η πρόθεση αντί προ φωνήεντος εμφανίζεται κανονικά με έκθλιψη του ι ως αντ είτε, αφομοιωτικά, ως ανθ , όταν το φωνήεν που ακολουθεί δασύνεται, μολονότι σε νεώτερα ιδίως σύνθετα ή και σε αρχαία από… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»